«Ηγεσία» και Ναρκισσισμός στη Διοίκηση της Εκπαίδευσης, του Γιώργου Μαυρογιώργου
: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΓΙΩΡΓΟΣ 21/04/2012
Επανερχόμαστε στο βιβλίο των Hoy, W. και Miskel, C.(1991), Educational Administration: Theory, Research and Practice (New York: Random House)(Α) που έχει ιδιαίτερη θέση σε ένα σχετικό ελληνόγλωσσο βιβλίο (Β). Προσπαθούμε να αναδείξουμε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα ακαδημαϊκής τάξης που έχει να κάνει με κατάχρηση των πηγών και οικειοποίηση κειμένων/απόψεων κατά τη συγγραφή άρθρων/βιβλίων. Η πρακτική στην οποία αναφερόμαστε είναι, γενικώς, γνωστή ως αντιγραφή, λογοκλοπή ή ως «πλαγιαρισμός». Συχνά προβάλλεται ως απάτη, κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, πειρατεία, λαθροχειρία, κ.α. Σχετικά πρόσφατα, στην Κύπρο, προκλήθηκε έντονη αντιπαράθεση για την περίπτωση δημοσιογράφου που είχε οικειοποιηθεί κείμενα συναδέλφου του από Ελλάδα. Η υπόθεση έκλεισε με απολογία, συγγνώμη και την υπόσχεση ότι δε θα επαναληφθεί. Στην περίπτωσή μας, αν και προτείναμε στους αναγνώστες άσκηση με συγκεκριμένα συναφή ερωτήματα δε γράφτηκε ούτε ένα σχόλιο, καιρό τώρα! Ο ίδιος ο συγγραφέας κρύβεται στο «λαγούμι» του! Σιωπά! Φαίνεται πως δυσκολεύεται να προχωρήσει στην ταυτοποίηση του «δράστη». Μοιάζει με το Νάρκισσο που έβλεπε το είδωλό του στο νερό και το απέδιδε σε μια από τις νύφες που τον λάτρευαν.
Ενδεχομένως, αυτό οφείλεται στο ότι δεν αναφέραμε το όνομα του συγγραφέα ή στο ότι παραθέσαμε μόλις ένα μικρό απόσπασμα. Σκεφτήκαμε να μην αναφέρουμε κι αυτή τη φορά το όνομα. Δεν μας ενδιαφέρει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Ας βγει ο ίδιος να επιβεβαιώσει ή να διευκρινίσει, εάν αποφασίσει να το κάνει. Να αντιπαραθέσουμε όλες τις σελίδες των βιβλίων είναι αδύνατο. Έτσι κι αλλιώς, το εάν συντελείται κάτι δεν είναι θέμα βαθμού ή έκτασης. Το ερώτημα, πάντως, είναι εάν αυτό που γίνεται έχει συστηματικό χαρακτήρα. Πρωτίστως, μας ενδιαφέρουν οι συγκεκριμένες πρακτικές συγγραφής. Όσο αυτές υποθάλπονται και επιβραβεύονται στους ακαδημαϊκούς κύκλους, δεν είναι εύκολο να αναχαιτιστούν. Ας ασχοληθούν με την περίπτωση όσοι έχουν θεσμική δέσμευση να τις αντιμετωπίζουν. Είναι βέβαιο ότι το θέμα έχει εντοπιστεί από μεταπτυχιακούς φοιτητές και στελέχη της εκπαίδευσης αλλά δε δημοσιοποιείται. Το θέμα συζητείται αλλά μένει σε επίπεδο «κουτσομπολιού».
Ενδεχομένως, αυτό οφείλεται στο ότι δεν αναφέραμε το όνομα του συγγραφέα ή στο ότι παραθέσαμε μόλις ένα μικρό απόσπασμα. Σκεφτήκαμε να μην αναφέρουμε κι αυτή τη φορά το όνομα. Δεν μας ενδιαφέρει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Ας βγει ο ίδιος να επιβεβαιώσει ή να διευκρινίσει, εάν αποφασίσει να το κάνει. Να αντιπαραθέσουμε όλες τις σελίδες των βιβλίων είναι αδύνατο. Έτσι κι αλλιώς, το εάν συντελείται κάτι δεν είναι θέμα βαθμού ή έκτασης. Το ερώτημα, πάντως, είναι εάν αυτό που γίνεται έχει συστηματικό χαρακτήρα. Πρωτίστως, μας ενδιαφέρουν οι συγκεκριμένες πρακτικές συγγραφής. Όσο αυτές υποθάλπονται και επιβραβεύονται στους ακαδημαϊκούς κύκλους, δεν είναι εύκολο να αναχαιτιστούν. Ας ασχοληθούν με την περίπτωση όσοι έχουν θεσμική δέσμευση να τις αντιμετωπίζουν. Είναι βέβαιο ότι το θέμα έχει εντοπιστεί από μεταπτυχιακούς φοιτητές και στελέχη της εκπαίδευσης αλλά δε δημοσιοποιείται. Το θέμα συζητείται αλλά μένει σε επίπεδο «κουτσομπολιού».
Θα αντιπαραθέσουμε κι άλλα αποσπάσματα, μήπως και κάνουμε κάτι για να αντιμετωπίσουμε αυτή την παθολογία. Μικρός είναι ο τόπος, άλλωστε, και λίγα τα βιβλία. Εμείς εδώ θα μπούμε σε μια διαδικασία απομάγευσης ενός τύπου συγγραφέα που διεκδικεί τον τίτλο του «ξεχωριστού» αλλά που εκτροχιάζεται σε πρακτικές ακαδημαϊκά αντιδεοντολογικές. Μονοπωλεί, στα επιμορφωτικά σεμινάρια στελεχών ή στα μεταπτυχιακά προγράμματα, τη χαρισματική «εκπαιδευτική ηγεσία». Τη γοητεία αυτής της θεωρίας την προωθεί καταργώντας τον ουσιαστικό διάλογο στην ίδια τη συγγραφή. Η συγκεκριμένη πρακτική είναι ακαδημαϊκά αντιδεοντολογική και για έναν ακόμη σοβαρό λόγο: δεν ευνοεί τον επιστημονικό διάλογο με τις πηγές του, μια και ο συγγραφέας γίνεται διακινητής προϊόντος γραφής που δεν του ανήκει, με ψευδή αναφορά στην πηγή προέλευσής του.
Η περίπτωση γίνεται ιδιαιτέρως περίπλοκη όταν συνδυάζεται με ενδείξεις ναρκισσισμού. Εδώ που τα λέμε, η ιδεολογία της εκπαιδευτικής ηγεσίας και του ηγέτη παρουσιάζει συγγένεια με τη σχετική συζήτηση γύρω από τον ναρκισσισμό. Ο νάρκισσος, όπως διαβάζω, έχει έντονο το αίσθημα υπεροψίας και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, με φαντασιώσεις μεγάλης επιτυχίας, δύναμης και ομορφιάς! Θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό και ξεχωριστό και απαιτεί την αποδοχή και το θαυμασμό των άλλων. Διεκδικεί ιδιαίτερη μεταχείριση και τυφλή ανταπόκριση στις προσδοκίες του. Είναι χειριστικός και αλαζόνας. Έχει υπεροπτική στάση απέναντι στους άλλους και τους εκμεταλλεύεται. Ο νάρκισσος, καθώς θεωρεί ότι είναι «ξεχωριστός», δε «δίνει φράγκο» στους κοινωνικούς κανόνες και τη δεοντολογία.
Ο νάρκισσος συγγραφέας ίσως χρησιμοποιεί τα κείμενα που διαβάζει ή γράφει γύρω απ τη γοητεία του ηγέτη ως καθρέφτη για το είδωλό του. Είναι ερωτευμένος με το είδωλό του και ταυτίζεται τόσο πολύ με αυτό, ώστε, όπως κι αν γράφει, θεωρεί το κείμενο έργο δικής του συγγραφής. Το πάθος κόστισε στο Νάρκισσο του μύθου την ίδια του τη ζωή. Στην προσπάθειά του να φιλήσει αυτό που θεωρούσε πως ήταν νύμφη, έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Ο νάρκισσος συγγραφέας, καθώς οικειοποιείται την εργασία άλλων, κάποια μέρα «πέφτει στα μάτια» αυτών που μάγευε.
Απ τα Αγγλικά στα Ελληνικά: τα παραδείγματα είναι άφθονα
Αλλά, μια και αναφερθήκαμε σε «χαρισματική ηγεσία», ας κάνουμε μια ακόμα ενδεικτική αντιπαράθεση σε αυτό το θεματικό πεδίο:
The classic definition of power is the ability to get others to do what you want them to do, or as Weber (1947,152) defines it, ”the probability that one actor within a social relationship will be in a position to carry out his own will despite resistance”…( A76).
Ένας κλασικός ορισμός της δύναμης είναι να κάνεις κάποιον να κάνει αυτό που εσύ θέλεις. Ο Weber(1947) ορίζει την εξουσία ως τη δυνατότητα κάποιων ατόμων να επιβάλλουν τη βούλησή τους πάνω σε άλλους, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίσταση…(Β 132)
Contrary to some popular beliefs, the exercise of authority in a school does not involve coercion. Herbert A. Simon (1957, 126-127) proposed that authority is distinguished from other kinds of influence or power in that the subordinate "holds in abeyance his own critical faculties for choosing between alternatives and uses the formal criterion of the receipt of a command or signal as his basis of choice”. Therefore, two criteria of authority in schools are crucial in superior-subordinate relationships: (1) voluntary compliance to legitimate commands, and (2) the suspension of one’s own criteria for decision making and the acceptance of the organizational command… (A 77).
Η εξουσιαστική αρχή σύμφωνα με τον Simon (1957)…αποτελεί αναπόσπαστο μέρος κάθε οργανισμού. Μέσα από αυτή την αρχή απορρέουν δύο βασικά κριτήρια εξουσίας μεταξύ προϊσταμένου-υφισταμένου στους οργανισμούς και κατά συνέπεια και στα σχολεία: 1. εθελοντική υπακοή στις νόμιμες οδηγίες και 2. αποδοχή των οδηγιών του οργανισμού αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων.
Η άσκηση εξουσίας στον σχολικό οργανισμό δεν εμπερικλείει τον εξαναγκασμό ούτε την υποταγή. Αυτό ισχύει γιατί οι εκπαιδευτικοί διατηρούν το δικαίωμα της κριτικής σκέψης και κατά συνέπεια μπορούν να επιλέγουν μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εναλλακτικών προτάσεων την καλύτερη, σύμφωνα με τη δική τους άποψη, χωρίς να γίνονται έρμαια πειθαναγκασμού. Στους εκπαιδευτικούς οργανισμούς παρατηρούνται δύο κυρίως μορφές σχέσεων εξουσίας μεταξύ υφισταμένων και προϊσταμένων: (α) η εθελοντική συμμόρφωση με τους κανονισμούς και (β) ο συμβιβασμός με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα λάβει την απόφασή του ο οργανισμός, όπως αυτά εκφράζονται διαμέσου των προϊσταμένων… (Β 132).
Weber (1947, 325-328) distinguishes three types of authority- charismatic, traditional and legal-according to the kind of legitimacy typically claimed by each. Charismatic authority rests on devotion to an extraordinary individual who is leader by virtue of personal trust or exemplary qualities. Charismatic authority tends to be nonrational, affective, or emotional and rests heavily on the leader’s personal qualities and characteristics. The authority of the charismatic leader results primarily from the leader’s overwhelming personal appeal…(Α 78-79).
Ο Weber(1947) διακρίνει τρεις μορφές εξουσίας: τη χαρισματική, την παραδοσιακή και τη νόμιμη. Η χαρισματική εξουσία βασίζεται στην αφοσίωση προς ένα εξαιρετικό άτομο με πολλές προσωπικές ικανότητες και χαρίσματα. Η χαρισματική εξουσία συνήθως διακρίνεται από λογική (nonrational)(σημείωση δική μας: πρόκειται για λανθασμένη μετάφραση που δεν ταιριάζει στη σχετική θεωρία!), συναισθηματισμό, αποτελεσματικότητα και στηρίζεται καθαρά στην αξία και την προσωπικότητα του ηγέτη. Ο ηγέτης «μαγεύει» τους υφισταμένους, οι οποίοι τον ακολουθούν χωρίς να τον κρίνουν θαυμάζοντας κυρίως τη χαρισματική προσωπικότητά του…(Β 133).
The classic definition of power is the ability to get others to do what you want them to do, or as Weber (1947,152) defines it, ”the probability that one actor within a social relationship will be in a position to carry out his own will despite resistance”…( A76).
Ένας κλασικός ορισμός της δύναμης είναι να κάνεις κάποιον να κάνει αυτό που εσύ θέλεις. Ο Weber(1947) ορίζει την εξουσία ως τη δυνατότητα κάποιων ατόμων να επιβάλλουν τη βούλησή τους πάνω σε άλλους, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίσταση…(Β 132)
Contrary to some popular beliefs, the exercise of authority in a school does not involve coercion. Herbert A. Simon (1957, 126-127) proposed that authority is distinguished from other kinds of influence or power in that the subordinate "holds in abeyance his own critical faculties for choosing between alternatives and uses the formal criterion of the receipt of a command or signal as his basis of choice”. Therefore, two criteria of authority in schools are crucial in superior-subordinate relationships: (1) voluntary compliance to legitimate commands, and (2) the suspension of one’s own criteria for decision making and the acceptance of the organizational command… (A 77).
Η εξουσιαστική αρχή σύμφωνα με τον Simon (1957)…αποτελεί αναπόσπαστο μέρος κάθε οργανισμού. Μέσα από αυτή την αρχή απορρέουν δύο βασικά κριτήρια εξουσίας μεταξύ προϊσταμένου-υφισταμένου στους οργανισμούς και κατά συνέπεια και στα σχολεία: 1. εθελοντική υπακοή στις νόμιμες οδηγίες και 2. αποδοχή των οδηγιών του οργανισμού αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων.
Η άσκηση εξουσίας στον σχολικό οργανισμό δεν εμπερικλείει τον εξαναγκασμό ούτε την υποταγή. Αυτό ισχύει γιατί οι εκπαιδευτικοί διατηρούν το δικαίωμα της κριτικής σκέψης και κατά συνέπεια μπορούν να επιλέγουν μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εναλλακτικών προτάσεων την καλύτερη, σύμφωνα με τη δική τους άποψη, χωρίς να γίνονται έρμαια πειθαναγκασμού. Στους εκπαιδευτικούς οργανισμούς παρατηρούνται δύο κυρίως μορφές σχέσεων εξουσίας μεταξύ υφισταμένων και προϊσταμένων: (α) η εθελοντική συμμόρφωση με τους κανονισμούς και (β) ο συμβιβασμός με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα λάβει την απόφασή του ο οργανισμός, όπως αυτά εκφράζονται διαμέσου των προϊσταμένων… (Β 132).
Weber (1947, 325-328) distinguishes three types of authority- charismatic, traditional and legal-according to the kind of legitimacy typically claimed by each. Charismatic authority rests on devotion to an extraordinary individual who is leader by virtue of personal trust or exemplary qualities. Charismatic authority tends to be nonrational, affective, or emotional and rests heavily on the leader’s personal qualities and characteristics. The authority of the charismatic leader results primarily from the leader’s overwhelming personal appeal…(Α 78-79).
Ο Weber(1947) διακρίνει τρεις μορφές εξουσίας: τη χαρισματική, την παραδοσιακή και τη νόμιμη. Η χαρισματική εξουσία βασίζεται στην αφοσίωση προς ένα εξαιρετικό άτομο με πολλές προσωπικές ικανότητες και χαρίσματα. Η χαρισματική εξουσία συνήθως διακρίνεται από λογική (nonrational)(σημείωση δική μας: πρόκειται για λανθασμένη μετάφραση που δεν ταιριάζει στη σχετική θεωρία!), συναισθηματισμό, αποτελεσματικότητα και στηρίζεται καθαρά στην αξία και την προσωπικότητα του ηγέτη. Ο ηγέτης «μαγεύει» τους υφισταμένους, οι οποίοι τον ακολουθούν χωρίς να τον κρίνουν θαυμάζοντας κυρίως τη χαρισματική προσωπικότητά του…(Β 133).
Σχόλιο: Πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να σκιαγραφήσει τα χαρακτηριστικά της χαρισματικής ηγεσίας, με το δικό του τρόπο; Αν του είναι δύσκολο, γιατί δε χρησιμοποιεί εισαγωγικά και γιατί δεν αναφέρει την πραγματική πηγή, με τις σχετικές σελίδες; Γιατί ενώ διαβάζει από «δεύτερη πηγή», παραπλανά τον αναγνώστη και τον παραπέμπει στην «πρώτη πηγή»; Γιατί αυτό γίνεται συστηματικά σε βιβλίο, από την αρχή μέχρι το τέλος; Δεν είμαι σίγουρος εάν και κατά πόσο υπάρχουν κεφάλαια που δεν είναι γραμμένα με αυτόν τον τρόπο. Στο ελληνόγλωσσο κείμενο μεταφέρονται κατά λέξη(χωρίς εισαγωγικά) αποσπάσματα ή παραφράσεις, από τους Hoy, W. και Miskel, C., χωρίς παραπομπή, για να παρουσιαστούν οι απόψεις ή οι θεωρίες πολλών θεωρητικών ή ερευνητών (όπως π.χ. Weber, Mintzberg, McGregor, Drucker, Maslow, Blau & Scot, Simon και πολλών άλλων). Σε αυτούς παραπέμπει! Τα εισαγωγικά και οι σελίδες έχουν καταργηθεί. Πρόκειται για διπλή «πονηριά». Δεν πρόκειται για πηγή «από δεύτερο χέρι». Ακόμη και πίνακες/σχεδιαγράμματα, συχνά, δεν αναφέρουν τις πηγές τους. Αυτά κάνουν κι αυτά παθαίνουν, συνήθως, οι νάρκισσοι συγγραφείς που έχουν αναλάβει «εργολαβικά» τον ευαγγελισμό της ναρκισσιστικής εκδοχής στη διοίκηση της εκπαίδευσης! Δε γνωρίζουμε εάν ο εκδοτικός οίκος Random House ενοχλείται από αυτές τις πονηριές της συγγραφικής «ηγεσίας». Δε γνωρίζουμε τη διείσδυση και των συγκεκριμένων απόψεων και των συγκεκριμένων πρακτικών στην Ελλάδα, στα μεταπτυχιακά, την επιμόρφωση ή στα στελέχη της εκπαίδευσης. Ισχυρές προσβάσεις στους θύλακες εξουσίας της σημερινής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, βεβαίως, υπάρχουν. Οπότε…