14 Σεπ 2010

«Δώστε την Ελλάδα μας πίσω»

Να μια ορθολογισμένη άποψη, μέσα στον ορυμαγδό της αρλουμπολογίας που μας κατακλίζει. Είναι τουλάχιστον παράδοξη η ανοχή, αν όχι η ευθυγράμμιση σημαντικού μέρους της ελληνικής (ψευτο;;)διανόησης με χρεοκοπημένες απόψεις, που χαρακτηρίζονται από παντελή άγνοια(;) της Ιστορίας, λαϊκίστικη ή μηδενιστική πολιτική στάση και τελικά δυσλειτουργία της ίδιας της τυπικής λογικής.

Κ.Π.



«Δώστε την Ελλάδα μας πίσω»
Του Χαριδημου Tσουκα*

         Μου κίνησε την περιέργεια: τι εννοούσε ο πρόεδρος της Ν.Δ. κ. Σαμαράς όταν, σε ομιλία του στη Λέσβο, τον περασμένο Ιούλιο, ανέκραξε: «Δώστε την Ελλάδα μας πίσω»; Σε ποιον απευθυνόταν; Ποιος πήρε την Ελλάδα για να τη ζητήσουμε πίσω; Διαβάζω το κείμενο της ομιλίας του για να μάθω. Δεν γίνομαι σοφότερος. Ανακαλύπτω όμως τι εννοεί ο ομιλητής όταν αναφέρεται στην Ελλάδα. Μέχρι τώρα θεωρούσα ότι ξέρω τι είναι η πατρίδα μου, αλλά ο κ. Σαμαράς αποδεικνύει τέτοιο –πλατωνικό– βάθος στη σκέψη του που μου αποκαλύπτει όψεις της Ελλάδας που μέχρι τώρα αγνοούσα. Λέει: «Την Ελλάδα που σέβεται τον εαυτό της. Οχι την Ελλάδα που εκλιπαρεί για δανεικά. Την Ελλάδα που σέβεται τον νόμο. Οχι την Ελλάδα που έχει εθιστεί στην παρανομία... Την Ελλάδα της Ανταγωνιστικότητας, όχι την Ελλάδα της ρεμούλας και της αρπαχτής.[…]. Γι’ αυτή την Ελλάδα θα σας μιλήσω σήμερα. Την άλλη Ελλάδα. Που την έχουμε όλοι μέσα στην καρδιά μας. Αλλά πολλοί φοβούνται να μιλήσουν γι’ αυτήν. Φοβούνται ότι δεν υπάρχει πια. Φοβούνται ότι την εξόρισαν. Και την εξόντωσαν».
    Ενδιαφέρον. «Η Ελλάδα που εκλιπαρεί για δανεικά» δεν είναι η χώρα που το κόμμα του οδήγησε στο χείλος της οικονομικής χρεοκοπίας; «Η Ελλάδα που έχει εθιστεί στην παρανομία» δεν είναι η χώρα που κυβερνήθηκε από ένα κόμμα του οποίου βασικοί υπουργοί τιμωρήθηκαν ή καταδικάστηκαν για παράνομες πράξεις (Μαγγίνας, Κεφαλογιάννης); Που απέσπασαν την εθνική οργή με την προκλητική ηθική τους αμβλύνοια (Βουλγαράκης); Που, σύμφωνα με επίσημες εκθέσεις αρμοδίων κρατικών οργάνων, διέπρεψαν στους ρουσφετολογικούς διορισμούς (π.χ. Στυλιανίδης, Χατζηγάκης), στις παράτυπες πρακτικές ανάθεσης έργων (π.χ. στον ΕΟΤ επί υπουργίας Σπηλιωτόπουλου - Μαρκόπουλου), και στην αποστολή παραποιημένων στατιστικών στοιχείων στη Eurostat; Το κόμμα του κ. Σαμαρά δεν παρέσχε ασυλία στον διαβόητο κ. Παυλίδη; Η κυβέρνησή του δεν ενεπλάκη στα σκάνδαλα των ομολόγων και του Βατοπεδίου; Πού είναι η «Ελλάδα της ανταγωνιστικότητας» όταν, σύμφωνα με εκθέσεις διεθνών οργανισμών, η χώρα κατρακύλησε στους σχετικούς δείκτες ανταγωνιστικότητας τα τελευταία έξι χρόνια;
     Ο κ. Σαμαράς δεν είναι αφελής, ξέρει για τι μιλάει. Στην πολιτική προπαγάνδα, η εμπειρική πραγματικότητα έχει ελάχιστη σημασία. Προέχει η ιδεολογική κατασκευή που κολακεύει το ακροατήριο, ερμηνεύει διχοτομικά τον κόσμο και υπενθυμίζει τον δυνητικά σωτήριο ρόλο του αφηγητή. Αντιγράφοντας την αριστοτεχνική δημαγωγία του Ανδρέα Παπανδρέου, ο κ. Σαμαράς απευθύνεται στο πατριωτικό θυμικό των πολιτών, κατασκευάζοντας την αφήγηση του λαού–θύματος που τον πρόδωσαν, τον «εξόρισαν» και τον «εξόντωσαν». «Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό αμερικανονατοϊκή κατοχή», βροντοφώναζε ο Παπανδρέου το 1974. «Δώστε την Ελλάδα μας πίσω», κραυγάζει ο Σαμαράς σήμερα. Την Ελλάδα πάντα κάποιοι μας την παίρνουν, την «κατέχουν», την εκμεταλλεύονται. Ποιοι; Εξαρτάται… Οσο πιο ασαφείς είναι οι «κακοί», τόσο περισσότερο μεταλλάσσεται η ταυτότητά τους, ανάλογα με τις περιστάσεις. Χθες ήταν η «υποτελής Δεξιά», σήμερα είναι η «κατοχική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η τρόικα, αύριο κάποιοι άλλοι. Τα συμφραζόμενα αλλάζουν, το βαθύ λαϊκιστικό λογοπλαίσιο παραμένει αναλλοίωτο.
         «Να φέρουμε την αληθινή Ελλάδα πίσω», προτρέπει το ακροατήριό του ο κ. Σαμαράς. Στην εθνολαϊκιστική, όπως και στην κομμουνιστική, μεταφυσική, η εμπειρική Ελλάδα –η χώρα που βιώνουμε– δεν παράγεται από πραγματικά ιστορικά υποκείμενα· αποτελεί μια πλατωνική παραίσθηση, μια χλωμή αναπαράσταση της «αληθινής Ελλάδας». Οταν η πραγματική Ελλάδα αποτυγχάνει, τα αίτια της αποτυχίας δεν αναζητούνται σε κοινωνικές διεργασίες, λειτουργία θεσμών, και πρακτικές διακυβέρνησης που εκτυλίσσονται στον ιστορικό χρόνο (τον μόνο χρόνο που έχει νόημα στο πολίτευμα που θεσμοποιεί το «λόγον διδόναι»), αλλά στις ενέργειες ενός δαιμονοποιημένου αντιπάλου που αποτρέπει την άχρονη «αληθινή Ελλάδα» να λάμψει.
      Η κατασκευή της «αληθινής Ελλάδας» (όπως, σε άλλα συμφραζόμενα, του «αληθινού κομμουνισμού») επιφυλάσσει έναν προνομιούχο ρόλο στον αφηγητή, ο οποίος εμμέσως αυτοπροτείνεται ως ο αποκλειστικά αυθεντικός εκφραστής της. «Η λύση στην κρίση είναι αυτή η άλλη Ελλάδα», λέει ο κ. Σαμαράς, υπονοώντας ότι ο ίδιος την εκπροσωπεί, και περιγράφει πως, υποτίθεται, θα την ανακτήσει με το «Σχέδιο εξόδου από την κρίση». Η «αληθινή Ελλάδα» και το «Σχέδιό» του υπαινικτικά ταυτίζονται. Αυτό το αφηγηματικό σχήμα κολακεύει τον μυθοποιημένο λαό–θύμα, επιτρέπει την αυτοεπιβεβαιωτική αναπεριγραφή των προβλημάτων (προφυλάσσοντας έτσι τον εθνικό ναρκισσισμό), απαλλάσσει τον αφηγητή από τις δικές του ευθύνες, και, συγχρόνως, πολώνει το πολιτικό παιχνίδι. Πρόκειται για ένα «κλειστό» σχήμα σκέψης που δεν μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε κριτικά τον εαυτό μας, να διαλεγόμαστε νηφάλια, να αναθεωρούμε, να εξελισσόμαστε.
       Την Ελλάδα δεν χρειάζεται να μας τη δώσει κανείς πίσω γιατί κανείς δεν μας την πήρε. Εμείς είμαστε η Ελλάδα –ατομικά, θεσμικά, συλλογικά–, με όλα τα καλά και τα κακά μας. Τις αιτίες της κακοδαιμονίας μέσα μας πρέπει να τις αναζητήσουμε. Η πρωτοφανής κρίση που μαστίζει τη χώρα δεν συμβαίνει επειδή η «αληθινή Ελλάδα» έχει «εξοριστεί», αλλά επειδή η ιστορική Ελλάδα (η μόνη που υπάρχει) λειτούργησε διαχρονικά όπως όλοι γνωρίζουμε: κομματοκρατικά, πολωτικά, διεφθαρμένα, φοβικά, άνομα, αντιθεσμικά, λαθρεπιβατικά, συντεχνιακά, κρατικιστικά. Ευκαιρία τώρα να την αλλάξουμε. Δεν θα το κάνουμε αν δεν αποκτήσουμε ηγέτες με ακεραιότητα, συνθετότητα σκέψης και αντισυμβατικό ριζοσπαστισμό· ηγέτες που μιλάνε τη γλώσσα της αλήθειας και της ευθύνης, πονάνε τον τόπο, διαρρηγνύουν εμπράκτως τα καθιερωμένα μοτίβα πολιτικής συμπεριφοράς, δεν κολακεύουν τον «δήμο», ενσαρκώνουν μια διαφορετική νοοτροπία.
Τέτοιους ηγέτες χρειαζόμαστε. Ετσι γεννιέται η ελπίδα.



* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.