Τα όρια της φτώχειας και της κοροϊδίας
Με 1.000 ευρώ το χρόνο σε όσους έχουν... αποδείξεις η κυβέρνηση ευελπιστεί (;) πως θα αντιµετωπίσει τον εφιάλτη της φτώχειας.
Tι είναι «Είδηση» και τι είναι «Διασπορά Ηµιαληθών Ειδήσεων»; Τι είναι «µέτρο» και τι είναι «ιδέα»; Θα έπρεπε να πιστέψουµε τον πρωθυπουργό όταν, πριν ακόµα από την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών, µας έλεγε ότι θα δηµιουργήσει «Ταµείο κατά της Φτώχειας» –χωρίς όµως να ορίσει το όριο της φτώχειας και χωρίς να παραδεχτεί την έκταση που έχει το πρόβληµα;Πόσοι και ποιοι είναι οι «φτωχοί»; Είναι οι άνεργοι που δεν παίρνουν επίδοµα, οι νέοι που δεν βρίσκουν δουλειά, οι µονογονεϊκές, οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ, τα άτοµα µε αναπηρίες; Ή είναι µόνο οι άστεγοι στο δρόµο, οι χρήστες στο δρόµο, οι πρόσφυγες στο δρόµο, τα παιδιά στο δρόµο;Είναι τόσοι όσοι τους βγάζουν οι στατιστικές; Είναι λοιπόν 2.250.000 Έλληνες αυτοί που ζουν στη φτώχεια; Και το 1.000.000 µετανάστες που είναι κατά τεκµήριο φτωχότεροι; Αυτοί δεν είναι πολίτες αυτής της χώρας; Και τι κάνει η Ευρώπη για να αντιµετωπίσει τα δικά της διαπιστωµένα 80 εκατοµµύρια φτωχούς;Μήπως θα ήταν καλύτερα να κάνουµε πως δεν βλέπουµε και να αφήσουµε τους φτωχούς ως έχουν, µια και έχοντας χαµηλό επίπεδο κατανάλωσης συµβάλλουν «θετικά» στη διαµόρφωση των δεικτών της οικονοµίας για τους µη φτωχούς; Mήπως η φτώχεια µάς είναι «χρήσιµη»;Γιατί να ταλαιπωρηθεί ο κ. Αλογοσκούφης και να διαθέσει –λέει– 2 δισ. στο Ταµείο κατά της Φτώχειας; Και γιατί ο συναισθηµατικός αυτός υπουργός να µην µπορεί να κοιµηθεί τα βράδια, γιατί «προσδοκά να µειώσει δραστικά το ποσοστό των Ελλήνων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας»; (Δηλώσεις στην «Καθηµερινή», 18/10/07, λόγω της Ηµέρας κατά της Φτώχειας).Λέτε να αντιµετωπίσουµε τη φτώχεια –έστω και λογιστικά– µε το Επίδοµα Φτώχειας των 1.000 ευρώ το χρόνο; Διανύουµε τη χιλιετηρίδα της Αλληλεγγύης ή της Φιλανθρωπίας; Ή µήπως διανύουµε απλώς ένα Δεκέµβριο που, µε πρόσχηµα τη φτώχεια και ένα προϋπολογισµό φτώχειας, θα οδηγηθούµε (µέσω της πρόσθετης φορολογίας περίπου 1.000 ευρώ από ένα έκαστο) σε µία ακόµη αναδιανοµή εισοδηµάτων από τους µη προνοµιούχους προς το κράτος, που φαίνεται ότι θέλει να εισπράξει γενναία προµήθεια για να «διαµεσολαβήσει» για τη «σωτηρία» των φτωχών; Πολιτική του λόγου και της φιλανθρωπίαςΤο πρόβληµα της φτώχειας είναι ένα «σύµπτωµα», και σαν τέτοιο σίγουρα δεν µπορεί να «ρυθµιστεί» χωρίς να ανατρέξουµε στις αιτίες που το δηµιουργούν. Είναι κι αυτό ένα από τα δοµικά προβλήµατα µε τα οποία φιλοδώρησε ο καπιταλισµός το σηµερινό µοντέλο ανάπτυξης, το οποίο για την ακρίβεια δεν µπορεί να αναπαραχθεί αν δεν αναπαράγει τη φτώχεια και την ανισότητα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.Ωστόσο, όσες κοινωνίες εκτιµούν ότι για να συνεχίσουν να υπάρχουν χρειάζονται ένα µίνιµουµ κοινωνικής συνοχής και ένα κράτος πρόνοιας, χρειάζονται επιδόµατα για τους ανέργους και υποστήριξη στους αποκλεισµένους, αυτές έχουν ήδη προχωρήσει σε «ρυθµίσεις» για το ελάχιστο εγγυηµένο εισόδηµα.Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες –µε την Ελλάδα να λάµπει διά της απραξίας της– έχουν ένα αξιόπιστο σύστηµα καταγραφής των φτωχών και έχουν θεσµοθετήσει διαδικασίες διασφάλισης ενός ελάχιστου εισοδήµατος για τους πολίτες που στερούνται πόρων. Τα χορηγούµενα επιδόµατα είναι πάντοτε χαµηλότερα από την κλίµακα των επιδοµάτων ανεργίας, το ύψος τους καθορίζεται µε βάση το βιοτικό επίπεδο κάθε χώρας και ανάλογα µε το αν απευθύνονται σε άτοµα, µονογονεϊκές οικογένειες ή ζευγάρια µε παιδιά. Σε κάθε περίπτωση τα επιδόµατα συνοδεύονται από ποικίλα άλλα µέτρα στήριξης του αποκλεισµένου, όχι µόνο για να καλύψει βασικές ή επείγουσες ανάγκες και να συµβιώσει µε τη φτώχεια του, αλλά για να αυξήσει τα προσόντα του, να βρει δουλειά, να βελτιώσει τα εισοδήµατά του και να πετύχει την κοινωνική του ένταξη. Στη χώρα µας υπάρχουν 36 (!) είδη επιδοµάτων, αλλά καµία συνεκτική και ενεργητική πολιτική για την αντιµετώπιση της φτώχειας. Το µόνο µέτρο που κρίνεται θετικά σαν µέτρο εισοδηµατικής ενίσχυσης είναι το ΕΚΑΣ, ενώ το επίδοµα θέρµανσης, αφού ουσιαστικά καταργήθηκε, η κυβέρνησή µας το προορίζει µόνο για τα άτοµα µε αναπηρίες…Τα ίδια τα κόµµατα, ενώ αρέσκονται να φιλολογούν περί φτώχειας, έχουν να παρουσιάσουν ένα ισχνό κοινοβουλευτικό έργο:Το επίσηµο ΠΑΣΟΚ ποτέ δεν προώθησε νόµο για το ελάχιστο εισόδηµα. Υπήρξε µόνο η πρωτοβουλία Τσουκάτου και 60 (!) άλλων βουλευτών το 2001 να καταθέσουν εκ του προχείρου και στο πλαίσιο εσωκοµµατικών αντιπαραθέσεων µία πρόταση νόµου, µόνο και µόνο για να ενοχλήσουν τον τότε πρωθυπουργό Σηµίτη, που έκανε «οικονοµίες». Φυσικά η πρόταση αυτή δεν έφτασε ποτέ στο στάδιο της κοινοβουλευτικής συζήτησης.Ο ΣΥΝ, και συγκεκριµένα ο βουλευτής Γιάννης Δραγασάκης, κατέθεσε µία καλοδιατυπωµένη πρόταση νόµου τον Ιούλιο του 2004 «Για τη θεσµοθέτηση του ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος και συνοδευτικών υπηρεσιών κοινωνικής στήριξης» µε πλήρη επιστηµονική τεκµηρίωση.
Η πρόταση όµως κινήθηκε στη λογική των εκπτώσεων, µιλώντας για την αντιµετώπιση της «ακραίας φτώχειας» και όχι της φτώχειας γενικά, εκτιµώντας ότι αφορά (µόνο) περί τα 500-550.000 άτοµα και ότι η δηµοσιονοµική δαπάνη θα φθάσει (µόνο) το 0,5% του ΑΕΠ για µια πιλοτική (;) εφαρµογή του µέτρου για τρία χρόνια… Παρ’ όλα αυτά έχει αποτελέσει τη µόνη σοβαρή πρόταση νόµου για τη θεσµοθέτηση του δικαιώµατος σε ένα ελάχιστο εισόδηµα που το κράτος εγγυάται σε όλους τους πολίτες.Όσο για τη Νέα Δηµοκρατία, αφού αντιπολιτευτικά έπαιξε το παιχνίδι της αναφοράς στη φτώχεια καλύτερα από την Αριστερά, έφθασε η στιγµή να αποκαλυφθεί ότι η πολιτική της φθάνει µέχρι τη φιλανθρωπία: Μέχρι στιγµής έχει ανακοινωθεί ότι σχεδιάζεται η παροχή «επιδόµατος φτώχειας» της τάξης των… 1.000 ευρώ το χρόνο σε όσους τυχερούς αποδείξουν ότι είναι φτωχοί και έχουν µια οµάδα κοινωνικών λειτουργών για να τρέχουν για τα χαρτιά τους. Ταυτόχρονα όλοι καλούνται να γίνουν φτωχότεροι κατά περίπου 1.000 ευρώ το χρόνο µέσω της φορολογίας, διότι ο προϋπολογισµός πρέπει κάπως να ισοσκελιστεί…Εντυπωσιακή βέβαια είναι και η ανάστροφη χρήση των εννοιών και των λέξεων: Προτείνεται π.χ. η δηµιουργία Ταµείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ενώ η λέξη «Αλληλεγγύη» πρωτογενώς έχει το νόηµα της αλληλοϋποστήριξης των πολιτών µεταξύ τους, είτε αυθόρµητα είτε µέσω των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, δηλ. των ΜΚΟ και των εθελοντικών οργανώσεων. Αναφερόµενοι όλο και λιγότερο στο κράτος πρόνοιας αποµακρυνόµαστε και από τις υποχρεώσεις που αναφέρονται σ’ αυτό και µετακυλύουµε τις αναγκαίες δράσεις σε όποιον –µε το καλό– θέλει να εκφράσει την «αλληλεγγύη» του.Και για να µη νοµίσει κανείς ότι αυτές είναι τυχαίες πολιτικές, η απάντηση είναι πως δεν είναι: Πρόκειται για σχεδόν πιστή εφαρµογή «νεοφιλελεύθερων» µοντέλων για το πώς αντιµετωπίζεται (και πώς δεν αντιµετωπίζεται) ο κοινωνικός αποκλεισµός µε παράλληλη υποχώρηση του κράτους πρόνοιας. Η ελληνική ιδιαιτερότητα είναι πως θέλουµε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο: Θέλουµε να δείξουµε ότι κάτι κάνουµε, οπότε ανακοινώνουµε µέτρα που δεν θα εφαρµόσουµε, κι αν τυχόν τα εφαρµόσουµε θα το κάνουµε µε σύµµαχο τις «προϋποθέσεις» και τη γραφειοκρατία, οπότε θα εφαρµοστούν σε όποιον αντέξει και µε τη λογική του ελάχιστου κόστους. Αφετέρου προσλαµβάνουµε ως υποτελείς και συνεργάτες µας όσες ΜΚΟ τσιµπήσουν και πιστέψουν ότι θα τις ενισχύσουµε για να κάνουν αυτά που εµείς δεν θέλουµε και δεν µπορούµε να κάνουµε. Και επιτέλους, αφού θα κάνουν και τόσο θεάρεστο έργο, ας αναζητήσουν και ιδιωτικούς πόρους, τώρα που η «εταιρική κοινωνική ευθύνη» πουλάει, και τέλος πάντων ας µην ξεχνούν ότι θα είµαστε κι εµείς δίπλα τους.Τα όρια της φτώχειαςΗ «φτώχεια» συνδέεται µε την έλλειψη χρήµατος και αναφέρεται ως «σχετική φτώχεια»: «Φτωχοί» είναι όσοι δεν έχουν επαρκές εισόδηµα ή επιδόµατα, ή άλλες κοινωνικές παροχές, και επιβιώνουν µε συνολικό διαθέσιµο καθαρό εισόδηµα κάτω από το όριο της φτώχειας. Το όριο της φτώχειας ορίζεται ως ποσοστό 50% ή 60% της µέσης κατ’ άτοµο καταναλωτικής δαπάνης ή του µέσου εισοδήµατος: Ένα άτοµο θεωρείται φτωχό, όταν το σύνολο των εισοδηµάτων του είναι µικρότερο από το 50% του µισθού του ανειδίκευτου εργάτη. Στις κοινωνικές έρευνες φτωχό νοικοκυριό θεωρείται αυτό που επιζεί µε εισόδηµα κάτω από το 60% του µέσου ισοδύναµου εισοδήµατος των νοικοκυριών, όπως προκύπτει από το ΑΕΠ.Το στατιστικό όριο της φτώχειας για µια τετραµελή οικογένεια µε δύο ενηλίκους και δύο παιδιά υπολογίζεται σήµερα σε εισόδηµα περίπου 11.900 ευρώ το χρόνο (µε αντιστοιχία σε 14 µηνιαίους µισθούς των 850 ευρώ).Το «ελάχιστο εγγυηµένο εισόδηµα» είναι το θεσµικά –και νοµοθετικά– καθορισµένο ύψος εισοδήµατος το οποίο (υποτίθεται ότι) εξασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης σε µια συγκεκριµένη κοινωνία/χώρα. Ο στόχος της θεσµοθέτησης του ελάχιστου εισοδήµατος είναι η διασφάλιση ότι κανένας πολίτης δεν θα πέφτει σε κατάσταση ακραίας φτώχειας. Κάθε πολίτης εποµένως µε εισόδηµα κάτω από το όριο του εγγυηµένου, δηλ. κάτω από αυτό που έχει νοµοθετικά οριστεί ως όριο φτώχειας, δικαιούται οικονοµικής ενίσχυσης για να φτάσει το εισόδηµά του τουλάχιστον το ελάχιστο εγγυηµένο.Αυτός φαίνεται να είναι και ο λόγος που οι κατά καιρούς κυβερνήσεις µας δεν έχουν ορίσει µέχρι σήµερα νοµοθετικά το όριο της φτώχειας και το ελάχιστο εγγυηµένο εισόδηµα, αφού περίπου 2.250.000 Έλληνες θα αποκτούσαν δικαίωµα σε κάποιο επίδοµα, που υπολογίζεται βέβαια κατά περίπτωση και µε βάση το ήδη υπάρχον ατοµικό εισόδηµα, καθώς και τα διαθέσιµα περιουσιακά στοιχεία του καθένα. Αναποτελεσµατική πολιτικήΗ κοινωνική πολιτική στη χώρα µας είναι εξαιρετικά αναποτελεσµατική σχετικά µε τη µείωση της εισοδηµατικής φτώχειας: Ο τρόπος που χορηγούνται τα διάφορα επιδόµατα «µειώνει» τη φτώχεια στο 1/3 των ποσοστών που τα ίδια χρήµατα µειώνουν τη φτώχεια στην Ε.Ε.-15! Με άλλα λόγια, λόγω ανεπάρκειας του κράτους πρόνοιας και µη παροχής άλλων υποστηρικτικών µέτρων, χρειαζόµαστε τριπλάσια χρήµατα από τις άλλες χώρες τής Ε.Ε. για να πετύχουµε το ίδιο αποτέλεσµα στη λογιστική µείωση της φτώχειας… Κατά τα άλλα, οι δαπάνες για κοινωνικά επιδόµατα και παροχές ανέρχονται στο 13,2% του ΑΕΠ και είναι ελάχιστα λιγότερες από τον µέσο όρο στην Ε.Ε. (14,8 %)…• Αν δεν υπήρχαν καθόλου κοινωνικές δαπάνες (επικουρικές συντάξεις, βοηθήµατα, κοινωνικά επιδόµατα κ.λπ.), το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα θα ήταν περίπου 39%, όσο ακριβώς και στην Ε.Ε.-15.• Σύµφωνα µε στοιχεία του 2000 ξοδεύουµε περίπου το 1% του ΑΕΠ για άµεσες χρηµατικές παροχές (επίδοµα τοκετού, γονικής άδειας, επιδόµατα παιδιών και διάφορα οικογενειακά επιδόµατα όπως επίδοµα µονογονεϊκών οικογενειών, επίδοµα απροστάτευτων τέκνων, επίδοµα σε οικογένειες µε παιδιά µε αναπηρίες) µε αντίστοιχο µέσο όρο της Ε.Ε.-15 το 1,4% των ΑΕΠ. Δαπανούµε δηλ. µικρό σχετικά ποσοστό του ΑΕΠ για την ενίσχυση της οικογένειας, και πολύ λίγες περιπτώσεις οικογενειών τελικά επιδοτούνται: Το 2001 υπήρχαν 62.000 µονογονεϊκές οικογένειες (το 2% του συνόλου) µε ποσοστά φτώχειας 42% για όσες είχαν παιδιά κάτω των 17 χρόνων. Από αυτές λοιπόν µόνον 225 (!) έπαιρναν επίδοµα µονογονεϊκού νοικοκυριού…• Μόνο το 31% των φτωχών σήµερα µπορούν (αν ακολουθήσουν τις διαδικασίες) να γίνουν αποδέκτες κάποιου είδους κοινωνικής παροχής, πέραν των συντάξεων. Εποµένως οι περισσότεροι φτωχοί είναι εξαρχής «µη επιλέξιµοι» για επιδόµατα και δεν ανήκουν τυπικά σε κάποια επιλέξιµη κατηγορία.• Το βιοτικό επίπεδο των µεταναστών είναι αρκετά χαµηλότερο από το µέσο επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών που περιλαµβάνονται στις επίσηµες στατιστικές. Δεν γνωρίζουµε πού θα φτάσουν οι δείκτες της φτώχειας, αν συνυπολογιστεί και η φτώχεια του µεταναστευτικού πληθυσµού… «Ό,τι αφήνεις το βρίσκεις µπροστά σου!» Η φτώχεια των παιδιών είναι ένα κρίσιµο ζήτηµα, αφενός γιατί τροφοδοτεί τη φτώχεια των ενηλίκων κι αφετέρου γιατί οδηγεί στη µεταβίβαση της φτώχειας (και όχι µόνο) από γενιά σε γενιά. Τα στοιχεία για την Ελλάδα δείχνουν ότι:• 460.000 παιδιά τουλάχιστον ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Το 21% της συνολικής φτώχειας αφορά τα παιδιά / τους ανηλίκους κάτω των 18 χρόνων. Το 23,5% όλων των παιδιών είναι φτωχά, το ενώ το 29% των φτωχών παιδιών επιβιώνουν σε ακραία φτώχεια (περίπου το 6,8% του συνολικού πληθυσµού).• Το µεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών που ζουν σε φτωχά νοικοκυριά καταγράφεται σε οικογένειες µε υπεύθυνο που είναι εργαζόµενος.• 120.000 - 150.000 ανήλικοι εργάζονται, από τους οποίους τουλάχιστον οι 100.000 ανασφάλιστοι και σε καθεστώς «µαύρης» εργασίας.• Η σχολική διαρροή ανέρχεται στο 13,3% (χωρίς να υπολογίζεται ο αριθµός τσιγγάνων-Ροµά και µεταναστών) .• Οι περισσότερες φτωχές οικογένειες µε παιδιά δεν δικαιούνται οικονοµικές ενισχύσεις.Οι αριθµοί της φτώχειας• Το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 21% του (ελληνικού) πληθυσµού σύµφωνα µε δειγµατοληπτικές έρευνες πού έχουν γίνει για τη EUROSTAT (στοιχεία 2003). Το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα είναι κατά 5 µονάδες υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο (15%) και µεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη.
Το 4,5- 5,5% του συνολικού ενήλικου πληθυσµού ζει σε κατάσταση ακραίας φτώχειας, ενώ σε ακραία φτώχεια διαβιώνει ένα 6,8% του πληθυσµού µε ηλικίες κάτω των 18 χρόνων…• Η Ήπειρος είναι η περιοχή µε τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας (37%), ενώ ακολουθούν η Στερεά Ελλάδα (32%), η Δ. Ελλάδα και η Πελοπόννησος (31%).
Μειωµένο κίνδυνο φτώχειας έχει η Κρήτη (18,4%), η οποία είναι η µόνη νησιωτική περιοχή µε φτώχεια κάτω του µέσου όρου του 21%. Η Αττική εµφανίζει στατιστικά ελάχιστο κίνδυνο φτώχειας (12%), προφανώς λόγω συσσώρευσης οικονοµικών δραστηριοτήτων και µη προσµέτρησης της φτώχειας των αλλοδαπών… Η Αν. Μακεδονία – Θράκη έχει το χαµηλότερο µέσο εισόδηµα, ενώ λόγω… φτώχειας καταγράφει τη µικρότερη διαφορά µεταξύ φτωχών και µη φτωχών. Οι περιοχές Βορείου και Νοτίου Αιγαίου έχουν υψηλό επίπεδο κοινωνικής ανάπτυξης και σχετικά υψηλό µέσο εισόδηµα, ενώ η Δ. Μακεδονία µε ποσοστό φτώχειας 24% και η Κ. Μακεδονία µε 23% πλησιάζουν το µέσο όρο του 21% και έχουν επίσης σχετικά υψηλό µέσο εισόδηµα.• Από αριθµητική άποψη πλήττονται από φτώχεια 1.200.000 άτοµα ηλικίας 18-24 χρόνων, 490.000 άτοµα άνω των 64 ετών και τουλάχιστον 460.000 παιδιά και ανήλικοι…• Η οικονοµική ανάπτυξη επηρεάζει αλλά δεν καθορίζει τα ποσοστά της φτώχειας: Οι φτωχοί ήταν το 24,3% του πληθυσµού το 1974 (26,4% σύµφωνα µε άλλες εκτιµήσεις) και µε την αισθητή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου το ποσοστό της φτώχειας µειώθηκε στο 22,7% το 1981-82. Ωστόσο από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και µέχρι σήµερα το ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 85%, ο πληθυσµός µόνο κατά 13% και η φτώχεια µειώθηκε από το 22,7% µόνο στο 21% περίπου σήµερα… Επίσης την περίοδο 1982-88 και την περίοδο 1988-94, παρά την αύξηση του ΑΕΠ, οι σχετικές έρευνες µάς δίνουν ενδείξεις για µικρή µείωση της φτώχειας.
Αρχική κείμενα
Αρχική κείμενα